- ἀτῑμοποιός
- ἀ-τῑμο-ποιός, entehrend, beschimpfend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατιμοποιός — ἀτιμοποιός, όν (Μ) (για δικαστική αγωγή) που επιδιώκει να προκαλέσει «ατιμία», δηλαδή μείωση της προσωπικότητας … Dictionary of Greek